Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σανίσκη — ἡ, Α ο μικρός ζωγραφικός πίνακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανίς + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. παιδ ίσκη)] … Dictionary of Greek
σανίσκηι — σανίσκῃ , σανίσκη picture fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)